Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Γνωμοδότησ​η της νομικής συμβούλου της Ε.Α.Υ.Θεσσαλονίκης περί αυτοδίκαιη​ς αργίας

Προς:  Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης
Κοιν.: Υποδιεύθυνση Διοικητικών Εξετάσεων Θεσσαλονίκης
Κατόπιν του θέματος που προέκυψε τους τελευταίους μήνες σχετικά με την «αυτοδίκαιη αργία» των δημοσίων λειτουργών και κατ’ επέκταση κατά εσφαλμένης εφαρμογής της και στους υπηρετούντες της ΕΛΑΣ, η Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης ανέθεσε στην Νομική Σύμβουλό της να γνωμοδοτήσει προς τούτο ώστε να λάβετε γνώση του θέματος και να πράξετε από την πλευρά Σας τα απαιτούμενα
 ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Δυνάμει της παραγράφου Ζ’ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4111/2013, αντικαταστάθηκε το αρ. 103 του Ν. 3528/2007 (Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων - Κ.Δ.Υ.) που αφορά στην επιβολή πειθαρχικών ποινών, για τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Νόμου (Κ.Δ.Υ.). Ειδικότερα, στην υποπαράγραφο Ζ.3 τίθεται η ποινή της αργίας στο πλαίσιο της πειθαρχικής και ποινικής διαδικασίας, η οποία μάλιστα επιβάλλεται σε υπαλλήλους που απλώς παραπέμπονται σε δίκη ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων για τα αδικήματα που προβλέπονται στην υπό κρίση διάταξη.
Με το εν λόγω περιεχόμενο τίθεται εν αμφιβόλω η νομιμότητα της διάταξης, δεδομένου ότι παραβιάζει ήδη υφιστάμενες νομοθετικές ρυθμίσεις αυξημένης τυπικής ισχύος. Ενδεικτικά αναφέρεται η ρύθμιση που εισάγεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (αρ. 6 παρ. 1 και 2), όπου ορίζεται το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου μέχρι την νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, που πραγματοποιείται κατά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης του αρμόδιου Δικαστηρίου. Συνεπώς, οποιαδήποτε ποινή που ερείδεται σε ήδη υφιστάμενη κατηγορία, για την οποία δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση παραβιάζει εμμέσως την ως άνω διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως τούτο ορίζεται ρητά από το Σύνταγμα (αρ. 28 παρ. 1), καθιστάμενη ως εκ τούτου άκυρη ως εκδοθείσα κατά παράβαση ρητής διάταξης νόμου.
Πλέον δε τούτου, η εφαρμογή της υπό κρίση ρύθμισης αντιτίθεται στο αίσθημα δικαίου των πολιτών υπό την έποψη της παροχής ευρείας ευχέρειας καταστρατήγησης της. Συγκεκριμένα, παρέχεται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε επιθυμεί κακόβουλα να δημιουργήσει προβλήματα σε δημόσιο υπάλληλο, να υποβάλλει μια μήνυση ενώπιον της αρμόδιας Εισαγγελίας για κάποιο από τα αδικήματα που προβλέπονται από τον νομοθέτη, στρεφόμενη κατά υπαλλήλου που πιθανόν δεν συμβιβάστηκε με τις «επιθυμίες» του. Κατά την πάγια τακτική των προανακριτικών οργάνων, η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο ακροατήριο, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση της διάταξης του νέου Νόμου και την θέση του υπαλλήλου σε αργία.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ, η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης τίθεται σε αμφισβήτηση. Ως ανωτέρω αναφέρεται, οι διατάξεις της υποπαραγράφου Ζ.3 του Ν. 4093/2012 εισάγουν τροποποιήσεις στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, όπως τούτο ρυθμίζεται στον Ν. 3528/2007. Σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 2 του Κ.Δ.Υ. ορίζεται το ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του, που περιλαμβάνει τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του κράτους και των Ν.Π.Δ.Δ., εξαιρουμένων ρητώς των υπαλλήλων ή λειτουργών για τους οποίους υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη και ειδικότερες διατάξεις.
Κατά την ορθότερη ερμηνεία, που ενισχύεται και από την νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, η Ελληνική Αστυνομία συνιστά στρατιωτική υπηρεσία και όσοι ανήκουν σ` αυτήν δεν είναι πολιτικοί αλλά στρατιωτικοί υπάλληλοι (ΣτΕ 476/1994, 3440/1992, ΔΕφΑθ 200/2010). Κατά συνέπεια το προσωπικό της δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3528/2007 και ως εκ τούτου δεν καταλαμβάνεται από τις τροποποιήσεις του Ν. 4093/2012. Αντίθετα, το πειθαρχικό δίκαιο των αστυνομικών υπαλλήλων ρυθμίζεται ρητά από τις ειδικές διατάξεις του Π.Δ. 120/2008, που έχει εκδοθεί στα πλαίσια της υπαγωγής του Ελληνικής Αστυνομίας στα στρατιωτικώς οργανωμένα σώματα. 
Ακόμη όμως και στην περίπτωση που παραβλεφθεί η ως άνω ορθή ερμηνεία του ρυθμιστικού πεδίου του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων, και πάλι η νέα νομοθετική ρύθμιση δεν καταλαμβάνει τους αστυνομικούς υπαλλήλους. Τούτο διότι στην παρ. 2 του αρ. 2 του ως άνω Κώδικα προβλέπεται ρητώς ότι σε περίπτωση ειδικότερων ρυθμίσεων για ορισμένους διοικητικούς υπαλλήλους, ο Ν. 3528/2007, μετά των τροποποιήσεων που επιφέρει ο Ν. 4093/2012 εφαρμόζεται μόνο για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από την ειδικότερη νομοθετική διάταξη. Εν προκειμένω, το πειθαρχικό δίκαιο των αστυνομικών υπαλλήλων προβλέπεται από το Π.Δ. 120/2008, το οποίο συνιστά ειδικότερη ρύθμιση κατά τη διάταξη του αρ. 2 παρ. 2 του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων. Επισημαίνεται ότι το εν λόγω Π.Δ. δεν τροποποιείται από τον Ν. 4093/2012.
Ενόψει των ανωτέρω, η εφαρμογή στους Αστυνομικούς Υπαλλήλους της υποπαραγράφου Ζ.3 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4111/2013, δυνάμει των οποίων αντικαταστάθηκε το αρ. 103 του Ν. 3528/2007 (Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων) τυγχάνει αντίθετη με ρητή διάταξη νόμου διότι:
Α) η Ελληνική Αστυνομία συνιστά στρατιωτική υπηρεσία και όσοι ανήκουν σε αυτήν δεν είναι πολιτικοί αλλά στρατιωτικοί υπάλληλοι, με αποτέλεσμα τα μέλη της να μην υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο του Ν. 3528/2007, μετά των τροποποιήσεων του και
Β) το πειθαρχικό δίκαιο των Αστυνομικών Υπαλλήλων προβλέπεται από ειδικότερη διάταξη, ήτοι ρυθμίζεται διεξοδικά από το Π.Δ. 120/2008, το οποίο δεν τροποποιείται ούτε μεταβάλλεται από την νέα νομοθετική διάταξη (Ν4093/2012).
Θεσσαλονίκη, 25 Ιουλίου 201
Μετά τιμής,
ΦΑΡΜΑΚΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ
ΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Ε.Α.Υ.Θ
ΦΥΛΑΚΤΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΔΙΔΑΚΤΟΡΑΣ
Της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης