Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ προσφεύγει η Ένωση Θεσσαλονίκης..........

Η Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την Π.Ο.ΑΣ.Υ και μετά τις άκαρπες συναντήσεις και διαβουλεύσεις με τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη ,τον Αρχηγό και την Φυσική Ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. χθές 31-7-2012 και σήμερα 1-8-2012 ,σχετικά με την απόφαση και διαταγή για να "μεταναστεύσουν" άρον - άρον 1.881 αστυνομικοί (245 από Θεσσαλονίκη), χωρίς να πληρούνται οι όροι και προυποθέσεις εργασίας, διαμονής , σίτησης , υγιεινής και ασφάλειας ,καθώς επίσης και η αναβολή κατά μια ημέρα της αναχώρησης τους προκειμένου να προετοιμαστούν κατάλληλα, οδήγησε την Ένωση Θεσσαλονίκης - πάντα σε συνεργασία με την ΠΟΑΣΥ- να ζητήσει δικαστικά την ακύρωση της διαταγής για μια σειρά τυπικούς και ουσιαστικούς λόγους.
Η Ένωση Θεσσαλονίκης αναζήτησε και φυσικά πρόσωπα , μέλη ης Ένωσης , που θίγονται άμεσα από την συγκεκριμένη διαταγή μετακίνησης  να τους παρέχει νομική συνδρομή και κάλυψη ,προκειμένου να ενισχυθεί νομικά η δικαστική αυτή προσφυγή ακύρωσης , όμως ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος και η πίεση από πλευράς της Φυσικής Ηγεσίας να μην συντρέξουν οι συνάδελφοι μαζί με το Συνδικαλιστικό Κίνημα προκειμένου να μην υποστούν συνέπειες και μια υπηρεσιακή δυσμένεια η οποία θα τους ακολουθούσε σε όλη τους την σταδιοδρομία , που δυστυχώς δεν αναβρέθηκε ούτε ένας.

Οί λόγοι του επικαλείται το Σωματείο της Θεσσαλονίκης - ως θεματοφύλακας των υπηρεσιακών και εργασιακών δικαιωμάτων των συναδέλφων της Θεσσαλονίκης , 
                ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
                               (ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ)

ΠΕΡΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ
    1) Της υπ’ αριθμόν Α.Ε.Α./Κ.Ο.Α.Δ./Δ.Α.Π/ΤΜ. 2ο/ΓΡ.1ο 6001/7/5509-α/29-7-2012
    2) Κάθε άλλης συναφούς πράξεως ή παραλείψεως προγενέστερης ή μεταγενέστερης.
είναι:
1ος Λόγος ακύρωσης κατά της προσβαλλόμενης-Παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου.

    Η προσβαλλόμενη πράξη έχει ως έρεισμα την διάταξη του άρθρου 19 παρ.2 γ, όπως προκύπτει από το σώμα αυτής. Σύμφωνα με το ως άνω άρθρο «Αποσπάσεις σε Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας επιτρέπονται..…γ) για την ενίσχυση υπηρεσίας προς αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων σοβαρών υπηρεσιακών αναγκών, μέχρι τρεις μήνες με δυνατότητα παράτασης μέχρι τρεις ακόμα μήνες εφόσον συναινεί σε αυτήν ο αποσπασμένος»
    Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.3 του ιδίου π.δ. προβλέπεται, ότι οι αποσπάσεις αποφασίζονται «α. για τους ανωτάτους αξιωματικούς, τους αστυνομικούς διευθυντές και Αστυνομικούς Υποδιευθυντές, καθώς και τους λοιπούς αστυνομικούς, όταν οι τελευταίοι αποσπώνται εκτός των ορίων των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ όταν αποσπώνται εκτός των ορίων των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων των Αστυνομικών Διευθύνσεων και ή ισότιμων υπηρεσιών από τους Γενικούς Αστυνομικούς Διευθυντές ή Αστυνομικούς Διευθυντές κατά περίπτωση».
    Από την διατύπωση της παραγράφου 2γ του άρθρου 19 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος προκύπτει κατ’ αρχήν, ότι η απόσπαση, ως υπηρεσιακή μεταβολή και μάλιστα δυσμενής για τον υπάλληλο συνιστά διοικητική πράξη, που κατ’ ανάγκη αναφέρεται κατ’ ανάγκην σε συγκεκριμένο υπάλληλο, ο οποίος φέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (γνώσεις, προσόντα κλπ), που δικαιολογούν την μετακίνηση του από την υπηρεσία του σε μια άλλη, λόγω υπηρεσιακών αναγκών. Ο προσωπικός-ατομικός χαρακτήρας των αποσπάσεων, προκύπτει εναργώς και από την ίδια την διατύπωση της διατάξεως βάσει της οποίας έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία επιτρέπει την διενέργεια αποσπάσεων, «εφόσον συναινεί ο αποσπώμενος».
Την αρμοδιότητα δε για την έκδοση της σχετικής πράξεως έχει κατά νόμο μόνο ο Αρχηγός της Αστυνομίας, στις περιπτώσεις, που αποσπώνται αστυνομικοί, εκτός των ορίων της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης, στην οποία υπηρετούν.
    Στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση αρκείται απλά να αναφερθεί σε συνολικό αριθμό αποσπώμενων αστυνομικών υπαλλήλων (1881), χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει έκαστο εξ αυτών προσωπικά και χωρίς να εξειδικεύει τους αστυνομικούς εκείνους, που έχουν επιλεγεί προκειμένου να αποσπαστούν. Αντιθέτως και κατά παράβαση των περί αρμοδιότητας των διοικητικών οργάνων διατάξεων, αναθέτει την επιλογή των ααστυνομικών, που θα αποσπαστούν στους Αστυνομικούς Διευθυντές, οι οποίοι ωστόσο, στερούνται αρμοδιότητας να προβούν στην έκδοση σχετικών πράξεων αποσπάσεως. Η απλή έκδοση φύλλου πορείας για τους αποσπώμενους αστυνομικούς, στην οποία έχουν προβεί οι επιμέρους υπηρεσίες, στις οποίες υπηρετούν σήμερα οι ως άνω αστυνομικοί δεν επαρκεί για να καταστήσει την προσβαλλόμενη πράξη σύννομη δεδομένου, ότι το φύλλο πορείας εκδίδεται μετά την έκδοση της διοικητικής πράξεως αποσπάσεως εκάστου εκ των αποσπώμενων προσωπικά.  
    Είναι συνεπεία αυτού ακυρωτέα η προσβαλλόμενη πράξη τόσο κατά το μέρος αυτής, που δεν προσδιορίζει σαφώς και συγκεκριμένα τα αποσπώμενο προσωπικό όσο και κατά το μέρος αυτής, που αναθέτει την έκδοση των πράξεων αποσπάσεως στους αστυνομικούς διευθυντές, δεδομένου, ότι άπασες οι επιτασσόμενες αποσπάσεις διενεργούνται εκτός των ορίων της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης, στην οποία υπηρετούν οι αποσπώμενοι.

2ος Λόγος ακύρωσης κατά της προσβαλλόμενης απόφασης- παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου-έλλειψη αιτιολογίας.

Η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση των κανόνων, που επιβάλλουν την πλήρη, επαρκή και ορισμένη κατά περίπτωση αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη συνιστά δυσμενή ατομική διοικητική πράξη για τους αποσπώμενους αστυνομικούς υπαλλήλους. Κατά παγία δε νομολογία των δικαστηρίων στην περίπτωση των δυσμενών ατομικών διοικητικών πράξεων επιβάλλεται περαιτέρω η πλήρης, σαφής και ορισμένη αιτιολόγηση της πράξεως αυτής, με ρητή και σαφή αναφορά των συγκεκριμένων υπηρεσιακών λόγων, τον φόρτο της συγκεκριμένης εργασίας, που επιβάλλει την απόσπαση, την ύπαρξη τυχόν αναγκαίων προσόντων για την νέα θέση (ΔΕΑ 1385/2010, 1643/2009, 2767/2007 κ.α.).
    Η προσβαλλόμενη πράξη αρκείται απλώς να αναφερθεί στην ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος της παράνομης μετανάστευσης, χωρίς καμία αναφορά και χωρίς καμία ουσιαστικά περαιτέρω αιτιολόγηση των αναγκών, που επιβάλλουν την εν λόγω απόσπαση του προσωπικού, και βεβαίως χωρίς να αναφέρεται σε ουσιαστικούς λόγους, που να καθιστούν την απόσπαση του συγκεκριμένου προσωπικού αναγκαία και επιβεβλημένη από τις υπηρεσιακές ανάγκες.
    Εξάλλου, το γεγονός, ότι παρανόμως αναφέρεται σε αριθμό αποσπώμενου προσωπικού και όχι σε έναν έκαστο εκ των αποσπώμενων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αναφορά των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων αυτών, των αναγκών, που το εν λόγω προσωπικό καλείται να καλύψει αλλά και της αναγκαιότητας της κάλυψης αναγκών από τους συγκεκριμένους αστυνομικούς υπαλλήλους, καθιστά την πράξη αναιτιολόγητη και συνεπεία αυτού παράνομη, δεδομένου, ότι στερεί από το Δικαστήριο Σας τον εκ του συντάγματος προβλεπόμενο έλεγχο της αιτιολογίας της πράξεως.
    H προσβαλλόμενη πράξη, συνεπεία των ανωτέρω είναι παντελώς αναιτιολόγητη και συνεπεία αυτού παράνομη και πρέπει ως εκ τούτου να ακυρωθεί από το Δικαστήριο Σας.
   
    3ος Λόγος ακύρωσης-Παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου.

    Η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση ρητής διατάξεως νόμου και είναι ως εκ τούτου ακυρωτέα από το Δικαστήριο Σας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ως άνω διαταγή (παρ.8 αυτής), οι αποσπώμενοι οφείλουν να παρουσιαστούν στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης μέχρι τις 20.00 της 2/8/2012, ήτοι εντός τριών μόνο ημερών από την έκδοση της ως άνω διαταγής. 
    Προς τον σκοπό αυτό, έχουν ήδη εκδοθεί και αποστέλλονται στους αποσπώμενους τα απαιτούμενα φύλλα πορείας. Σύμφωνα, ωστόσο, με το άρθρο 21 παρ. του Π.Δ. 100/2003 «Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί φύλλο πορείας στους μετατιθέμενους και σε όσους αποσπώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου γ της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του παρόντος, πριν την παρέλευση 5ημέρου από την κοινοποίηση της σχετικής διαταγής». Ρητώς δε προβλέπεται στο άρθρο 23 παρ. 1 του ιδίου ως άνω νόμου ότι «στους αστυνομικούς, που αποσπώνται εκτός του αυτού τόπου και για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ημερών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου β, γ και δ της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του παρόντος διατάγματος παρέχεται προθεσμία δύο ημερών για να αναχωρήσουν για την νέα τους θέση».
    Η σχετική διαταγή, ήτοι η προσβαλλόμενη πράξη έχει ημερομηνία έκδοσης 29-7-2012, κοινοποιήθηκε δε στις υπηρεσίες 30/7/2012, οπότε και αυτές έλαβαν γνώση ενώ δεν έχει μέχρι σήμερα κοινοποιηθεί στους αποσπώμενους αστυνομικούς. Ως εκ τούτου, ουδένα φύλλο πορείας μπορεί να χορηγηθεί ενώ η σχετική αξίωση να παρουσιαστεί το αποσπώμενο προσωπικό στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης μέχρι τις 2/8/2012 είναι προφανώς παράνομη.
    Συνεπεία αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου και πρέπει ως εκ τούτου να ακυρωθεί από το Δικαστήριο Σας.

    4ος Λόγος Ακύρωσης κατά της προσβαλλομένης-παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου.
   
    Η προσβαλλόμενη διάταξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση της εκ του νόμου προβλεπόμενης διαδικασίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 10 του Π.δ. 100/2003 προβλέπεται, ότι οι αποσπάσεις του άρθρου 19 παρ.2 εδ. γ του ως άνω π.δ. διενεργούνται μετά από έγκριση της Διεύθυνσης Οικονομικών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας και μετά από σύμφωνα γνώμη των Γενικών Επιθεωρητών Νοτίου και Βορείου Ελλάδος.
    Όπως προκύπτει από το σώμα της ίδιας της προσβαλλόμενης ουδεμία αναφορά υπάρχει αφενός στην απαιτούμενη έγκριση της Διεύθυνσης Οικονομικών του Αρχηγείου αφετέρου στην χορηγηθείσα σύμφωνη γνώμη των Γενικών Επιθεωρητών.
    Είναι προφανές, ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και είναι ως εκ τούτου ακυρωτέα.

        4ος λόγος ακυρώσεως – Παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης

    Η προσβαλλομένη απόφαση, είναι ακυρωτέα γιατί εκδόθηκε κατά παράβαση, της θεμελιώδους στο χώρο του διοικητικού δικαίου, αρχής της χρηστής Διοίκησης.
    Σύμφωνα, με τη αρχή της χρηστής διοίκησης (ΣτΕ 810/1983), γενικώς τα διοικητικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, πρέπει να διέπονται από την αρχή αυτή, δηλαδή την αγαθή κρίση, ενόψει της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και της εύρυθμης λειτουργίας της Διοικήσεως.
Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου αποτελούν μια εκ των πηγών αυτού με αποτέλεσμα να τις επικαλείται η νομολογία κατά τον έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως. Ειδικότερα, η εφαρμογή της αρχή της καλής πίστεως καθίσταται απαραίτητη λόγω της εξάρτησης και της αμεσότητας του διοικουμένου με την παροχική  και  ρυθμιστική διοίκηση.
Συγγενής έννοια είναι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη, η οποία αποτελεί γενική αρχή συνταγματικής προέλευσης καθώς και γενική αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Υπάρχει παράβαση της αρχής της καλής πίστεως, εάν η διοίκηση δρα κατά τρόπο αντίθετο στην δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικουμένου. Επίσης, την διοίκηση διέπει, η αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. «Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη απέναντί στη διοίκηση και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξης. Συγκεκριμένα κακόπιστη είναι η συμπεριφορά της διοίκησης όταν αίρει εκ των υστέρων στην συγκεκριμένη περίπτωση κίνητρα που πρόβλεψε ο νόμος για να προσελκύσει ορισμένη συμπεριφορά του ιδιώτη, ή όταν αναιρεί σε μεταγενέστερο του οφειλόμενου, στάδιο, τις ενέργειές της, οι οποίες επείχαν διαδικαστικές συνέπειες.
Επομένως, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, οι αποσπώμενοι αστυνομικοί όφειλαν να έχουν ενημερωθεί για την επικείμενη απόσπαση τους εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και όχι βεβαίως δύο ημέρες πριν την μετακίνηση τους και την ανάληψη των νέων τους καθηκόντων εντός μάλιστα του μηνός Αυγούστου και ενώ πολλοί από αυτούς έχουν προγραμματισμένες άδειες.
    Επειδή είναι προφανές, το έννομο συμφέρον μας ως Ομοσπονδία, δεδομένου, ότι βάσει του καταστατικού μας (άρθρο 2 παρ.1) υποχρέωση μας είναι η προάσπιση των ασφαλιστικών, εργασιακών, οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων των μελών τους. Με την προσβαλλόμενη δε πράξη καλούνται 1881 από τα μέλη μας να αναχωρήσουν από τις Υπηρεσίες στις οποίες υπηρετούν και να παρουσιαστούν εντός δύο ημερών στις νέες θέσεις στις οποίες αποσπούνται με παντελώς αδιαφανή, αόριστα κριτήρια και χωρίς καμία απολύτως αιτιολογία των υπηρεσιακών αναγκών, που επιβάλλουν μια τέτοια μετακίνηση.
    Επειδή κατ’ άρθρο 47 παρ.1 του π.δ. 18/1989 τα επαγγελματικά σωματεία έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν με αίτηση ακύρωσης διοικητικές πράξεις, που αφορούν τα ίδια τα σωματεία είτε το σύνολο των μελών τους είτε ακόμα και μια κατηγορία μελών υπό την προϋπόθεση όμως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ότι δεν θίγονται συμφέροντα άλλης κατηγορίας μελών, από την τυχόν ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων (ΣτΕ 1265, 375/2005, 2155/1993, Ολομέλεια ΣτΕ 668/2012 σκ.23).
        Επειδή η παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής.
    Επειδή η προσβαλλόμενη πράξη έχει υποπέσει στις ανωτέρω εκτιθέμενες πλημμέλειες και είναι συνεπεία αυτού ακυρωτέα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και με την επιφύλαξη όσων λόγων ακυρώσεως τυχόν προσθέσουμε μεταγενεστέρως
ΑΙΤΟΥΜΑΣΤΕ
    Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση ακύρωσης
    Να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη η παράλειψη της διοικήσεως προγενέστερη ή μεταγενέστερη.
    Να καταδικαστεί το καθ’ ου στην εν γένει δικαστική μας δαπάνη.

-Η ΑΣΠΑ αναγνωρίζει τον δίκαιο αγώνα που δίνει το Προεδρείο της Θεσσαλονίκης και η ΠΟΑΣΥ, όχι για να αποφύγουν οι συνάδελφοι μας και μεις οι ίδοι την υποχρέωση της αποστολής μας ως αστυνομικοί και μάλιστα σε κρίσιμες περιοδούς που διανύει η Χώρα μας.
Αλλά για να απαιτήσουμε ανθρώπινες συνθήκες αντιμετώπισης από την Πολιτεία και την Υπηρεσία, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας , διαμονής ,σίτισης ,υγιείνης και ασφάλειας , που για να διασφαλιστούν απαιτούν όχι προχειρότητες και αιφνιδιασμούς ,αλλά σχέδιο , διάλογο και προετοιμιασία από κοινού με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, διότι η ιστορία έχει δείξει και μας έχει διδάξει όπου δεν υπάρχει συναίνεση των εργαζομένων σε κάθε προσπάθεια , δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά.

Α.Σ.Π.Α